Όταν οι Μυκηναίοι έμποροι μετοίκησαν στην Κύπρο (1400 π.Χ.), μιλώντας την αρκαδοκυπριακή διάλεκτο (μια από τις αρχαιότερες ελληνικές διαλέκτους), χρησιμοποιούσαν συλλαβικό αλφάβητο, που ανταποκρινόταν στις ανάγκες της γλώσσας τους και ένα από τα προβλήματα της συνύπαρξης Μυκηναίων και Ετεοκυπρίων ήταν ότι οι δεύτεροι χρησιμοποιούσαν το κυπριακό συλλαβάριο, το οποίο απέδιδε μεν τη γλώσσα τους, αλλά δεν ανταποκρινόταν στις ανάγκες της ελληνικής γλώσσας. Παρόμοιο αλφάβητο με τους Δωριείς χρησιμοποιούσαν και οι Αχαιοί και Αιγαίοι που μετοίκησαν στην Κύπρο μεταξύ 1230-1050 π.Χ. Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι το ελληνικό αλφάβητο (με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα) καθιερώθηκε το 403 π.Χ, με βάση τα διάφορα αλφάβητα που δημιουργήθηκαν μεταξύ του 10ου - 8ου αιώνα π.Χ, καταλαβαίνουμε ότι ήταν αδύνατο για τους Έλληνες άποικους να το χρησιμοποιούν και να το γνωρίζουν.
Το ελληνικό αλφάβητο εισάχθηκε στην Κύπρο γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ, από το βασιλιά της Σαλαμίνας, Ευαγόρα Α´, και χρησιμοποιόταν - παράλληλα με το κυπριακό - μέχρι και το 50 π.Χ, αν και από τον 3ο αιώνα π.Χ. παρατηρούμε μια φθίνουσα πορεία του κυπριακού αλφαβήτου. Τη συγκεκριμένη χρονολογία καθιερώθηκε η αλεξανδρινή κοινή, όπως και σε όλους τους χώρους που κατοικούσαν Έλληνες, έτσι μπορούμε να πούμε ότι η εποχή λίγο πριν και λίγο μετά την αρχική διάδοση του χριστιανισμού όλοι όσοι μιλούσαν Ελληνικά τα μιλούσαν χωρίς διαλεκτικές ιδιομορφίες, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «κοινή». Σταδιακά, όμως, λόγω του ότι η Κύπρος - είτε το θέλουμε είτε όχι - είναι κάπως μακριά από τον κυρίως ελληνικό κορμό, δημιουργήθηκαν κάποιες διαλεκτικές διαφορές, γεγονός που υφίσταται σε κάθε γλώσσα και κάθε περιοχή, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Η πρώτη επώνυμη διαλεκτική χρήση της Κυπριακής διαλέκτου ανάγεται στον 7ο αιώνα μ.Χ. και φέρει το όνομα «Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος». Η επόμενη γνωστή μας χρήση ανάγεται στο 12ο αιώνα μ.Χ. και αποδίδεται στον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο (1134-1219). Κατά τα τέλη του 13ου και αρχές του 14ου αιώνα υπήρχαν οι «Ασσίζες», κωδικοποιημένοι και ταξινομημένοι νόμοι που αρχικά ίσχυαν για το κράτος των Ιεροσολύμων και που μεταφράστηκαν στο τοπικό ιδίωμα. Λόγω και της (επίσημης) γαλλικής γλώσσας απαντούμε πολλές κυπριακές λέξεις που έχουν γαλλική προέλευση. Η μεγαλύτερη όμως συνεισφορά της Κυπριακής διαλέκτου στον κόσμο του βιβλίου έγινε από το Λεόντιο Μαχαιρά (1369-1458) στην «Εξήγησιν της γλυκείας χώρας Κύπρου, η οποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν χρονικόν», το οποίο γνωρίζουμε ως «Χρονικό». Παρόμοιο χρονικό έγραψε και ο Γεώργιος Βουστρώνιος (1456-1501). Γνωστά είναι και τα 156 ερωτικά ποιήματα (Ρίμες της Αγάπης), που γράφτηκαν μεταξύ 1546-1570. Όλα αυτά, όμως, δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως την Κυπριακή διάλεκτο, καθώς είναι ένα μίγμα της λόγιας και Κυπριακής γλώσσας.
Η πραγματική Κυπριακή διάλεκτος διαφαίνεται για πρώτη φορά στα δημοτικά τραγούδια (Το Τραούιν του Διγενή, Η Αροδαφνούσα, Ο Πραματευτής, Η Τριανταφυλλένη, η Πέρτικα, κτλ), τα οποία δεν είναι γνωστό ποιος ή ποιοι τα εμπνεύστηκαν, ούτε πότε ακριβώς συντέθηκαν: υπολογίζεται ότι αποκρυσταλλώθηκαν από τα μέσα της Βυζαντινής περιόδου μέχρι τα τέλη της Βενετοκρατίας. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας δεν έχει να μας δώσει αξιόλογο διαλεκτικό έργο, καθώς οι γράφοντες τα χρόνια εκείνα έκαναν παρατεταμένη χρήση της λόγιας ελληνικής, χρησιμοποιώντας ελάχιστες κυπριακές λέξεις. Σ’ αυτό το θέμα μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε η Εκκλησία, όπως και στην Ελλάδα και τις ελληνόφωνες περιοχές, αλλά σε περισσότερο βαθμό εδώ, καθώς είχε ρόλο εθναρχικό και πολλά προνόμια και χαλαρώσεις εκ μέρους της τουρκικής αυτοδιοίκησης, αλλά και του ίδιου του εκάστοτε Σουλτάνου, με τον οποίο πολλοί Κύπριοι ιεράρχες είχαν αρκετά καλές σχέσεις.
Η Εκκλησία, βασιζόμενη στην Κοινή Ελληνική (τη γλώσσα του Ευαγγελίου και της Καινής Διαθήκης) διαμόρφωσε μια δική της γραπτή και προφορική απόδοση της ελληνικής γλώσσας, αγνοώντας τις αλλαγές που έχουν επισυμβεί στη γλώσσα του λαού εδώ και 1700 χρόνια. Έτσι, ενώ ο κόσμος μιλούσε τη σύγχρονη γλώσσα, είτε αυτή λέγεται νεοβυζαντινή, είτε αυτή λέγεται μεσαιωνική, νεοελληνική ή δημοτική, οι πατέρες της Εκκλησίας συνέχισαν να μιλούν μια παραλλαγή της ελληνιστικής κοινής, η οποία, με τη συντηρητική της ανανέωση μετατράπηκε στη γνωστή σε μας καθαρεύουσα (δηλαδή, «αυτή που είναι καθαρή»).
Την άποψη της Εκκλησίας ασπάζονταν πολλοί λόγιοι και μορφωμένοι, ωθούμενοι από το κίνημα του αττικισμού (τη χρήση, δηλαδή, αρχαΐζουσας γλώσσας, όμοιας με την αττική διάλεκτο), με αποτέλεσμα να υπάρχει μια άδικη καταπίεση της γλώσσας του λαού, της δημοτικής και μια κατάχρηση και, πολλές φορές, διαστρέβλωση της αρχαιοελληνικής γλώσσας. Ας σημειωθεί ότι οι αττικιστές καταδίκαζαν λέξεις ή τύπους που βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη, γεγονός το οποίο δεν αποθάρρυνε μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας να κάνουν χρήση της αττικίζουσας διαλέκτου, με σκοπό να προσεγγίσουν τους λόγιους και μορφωμένους ελληνόφωνους. Έτσι, για περίπου 16 ολόκληρους αιώνες καθιερώνεται μια διγλωσσία, η οποία, ευτυχώς, δεν επηρέασε τόσο πολύ το νησί μας, το οποίο διατήρησε, με εξαίρεση την αδιάλλακτη μέχρι σήμερα Εκκλησία, τη γλώσσα του λαού, όπως αυτή μιλιόταν και εξελισσόταν, χωρίς να θέτει όρια γλωσσικά.
Αξιόλογος και αξιοπρόσεκτος ποιητής είναι ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917), που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο εθνικός μας ποιητής, ο οποίος χρησιμοποιεί την Κυπριακή διάλεκτο στα ποιήματά του, ταυτόχρονα γράφοντας στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα γνωστότερά του έργα είναι η «9η Ιουλίου», η «Χιώτισσα» και η «Ανεράδα». Άλλος ένας ποιητής της Κύπρου μας είναι ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937). Μέχρι το 1911 έγραφε ποιήματα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, ενώ από το 1911 και μετά στρέφεται οριστικά προς την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι ποιητές και πεζογράφοι που χρησιμοποιούν την Κυπριακή διάλεκτο, όπως ο Γιάννης Σταυρινός-Οικονομίδης (1894-1997), ο Χριστόφορος Θ. Παλέσης (1871-1949), ο Χαράλαμπος Μ. Αζίνος (1905-1979) και ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985). Από το 1930 και μετά ελάχιστοι ποιητές χρησιμοποιούν την Κυπριακή διάλεκτο στα έργα τους· ανάμεσά τους ο Κώστας Μόντης (1914-). Οι περισσότεροι ποιητές και όλοι οι πεζογράφοι χρησιμοποιούν τη δημοτική γλώσσα για τα ποιήματά τους.
www.typos.com.cy
Το ελληνικό αλφάβητο εισάχθηκε στην Κύπρο γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ, από το βασιλιά της Σαλαμίνας, Ευαγόρα Α´, και χρησιμοποιόταν - παράλληλα με το κυπριακό - μέχρι και το 50 π.Χ, αν και από τον 3ο αιώνα π.Χ. παρατηρούμε μια φθίνουσα πορεία του κυπριακού αλφαβήτου. Τη συγκεκριμένη χρονολογία καθιερώθηκε η αλεξανδρινή κοινή, όπως και σε όλους τους χώρους που κατοικούσαν Έλληνες, έτσι μπορούμε να πούμε ότι η εποχή λίγο πριν και λίγο μετά την αρχική διάδοση του χριστιανισμού όλοι όσοι μιλούσαν Ελληνικά τα μιλούσαν χωρίς διαλεκτικές ιδιομορφίες, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «κοινή». Σταδιακά, όμως, λόγω του ότι η Κύπρος - είτε το θέλουμε είτε όχι - είναι κάπως μακριά από τον κυρίως ελληνικό κορμό, δημιουργήθηκαν κάποιες διαλεκτικές διαφορές, γεγονός που υφίσταται σε κάθε γλώσσα και κάθε περιοχή, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Η πρώτη επώνυμη διαλεκτική χρήση της Κυπριακής διαλέκτου ανάγεται στον 7ο αιώνα μ.Χ. και φέρει το όνομα «Βίος του Αγίου Ιωάννου του Ελεήμονος». Η επόμενη γνωστή μας χρήση ανάγεται στο 12ο αιώνα μ.Χ. και αποδίδεται στον Άγιο Νεόφυτο τον Έγκλειστο (1134-1219). Κατά τα τέλη του 13ου και αρχές του 14ου αιώνα υπήρχαν οι «Ασσίζες», κωδικοποιημένοι και ταξινομημένοι νόμοι που αρχικά ίσχυαν για το κράτος των Ιεροσολύμων και που μεταφράστηκαν στο τοπικό ιδίωμα. Λόγω και της (επίσημης) γαλλικής γλώσσας απαντούμε πολλές κυπριακές λέξεις που έχουν γαλλική προέλευση. Η μεγαλύτερη όμως συνεισφορά της Κυπριακής διαλέκτου στον κόσμο του βιβλίου έγινε από το Λεόντιο Μαχαιρά (1369-1458) στην «Εξήγησιν της γλυκείας χώρας Κύπρου, η οποία λέγεται Κρόνακα, τουτέστιν χρονικόν», το οποίο γνωρίζουμε ως «Χρονικό». Παρόμοιο χρονικό έγραψε και ο Γεώργιος Βουστρώνιος (1456-1501). Γνωστά είναι και τα 156 ερωτικά ποιήματα (Ρίμες της Αγάπης), που γράφτηκαν μεταξύ 1546-1570. Όλα αυτά, όμως, δεν αντικατοπτρίζουν πλήρως την Κυπριακή διάλεκτο, καθώς είναι ένα μίγμα της λόγιας και Κυπριακής γλώσσας.
Η πραγματική Κυπριακή διάλεκτος διαφαίνεται για πρώτη φορά στα δημοτικά τραγούδια (Το Τραούιν του Διγενή, Η Αροδαφνούσα, Ο Πραματευτής, Η Τριανταφυλλένη, η Πέρτικα, κτλ), τα οποία δεν είναι γνωστό ποιος ή ποιοι τα εμπνεύστηκαν, ούτε πότε ακριβώς συντέθηκαν: υπολογίζεται ότι αποκρυσταλλώθηκαν από τα μέσα της Βυζαντινής περιόδου μέχρι τα τέλη της Βενετοκρατίας. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας δεν έχει να μας δώσει αξιόλογο διαλεκτικό έργο, καθώς οι γράφοντες τα χρόνια εκείνα έκαναν παρατεταμένη χρήση της λόγιας ελληνικής, χρησιμοποιώντας ελάχιστες κυπριακές λέξεις. Σ’ αυτό το θέμα μεγάλο ρόλο διαδραμάτισε η Εκκλησία, όπως και στην Ελλάδα και τις ελληνόφωνες περιοχές, αλλά σε περισσότερο βαθμό εδώ, καθώς είχε ρόλο εθναρχικό και πολλά προνόμια και χαλαρώσεις εκ μέρους της τουρκικής αυτοδιοίκησης, αλλά και του ίδιου του εκάστοτε Σουλτάνου, με τον οποίο πολλοί Κύπριοι ιεράρχες είχαν αρκετά καλές σχέσεις.
Η Εκκλησία, βασιζόμενη στην Κοινή Ελληνική (τη γλώσσα του Ευαγγελίου και της Καινής Διαθήκης) διαμόρφωσε μια δική της γραπτή και προφορική απόδοση της ελληνικής γλώσσας, αγνοώντας τις αλλαγές που έχουν επισυμβεί στη γλώσσα του λαού εδώ και 1700 χρόνια. Έτσι, ενώ ο κόσμος μιλούσε τη σύγχρονη γλώσσα, είτε αυτή λέγεται νεοβυζαντινή, είτε αυτή λέγεται μεσαιωνική, νεοελληνική ή δημοτική, οι πατέρες της Εκκλησίας συνέχισαν να μιλούν μια παραλλαγή της ελληνιστικής κοινής, η οποία, με τη συντηρητική της ανανέωση μετατράπηκε στη γνωστή σε μας καθαρεύουσα (δηλαδή, «αυτή που είναι καθαρή»).
Την άποψη της Εκκλησίας ασπάζονταν πολλοί λόγιοι και μορφωμένοι, ωθούμενοι από το κίνημα του αττικισμού (τη χρήση, δηλαδή, αρχαΐζουσας γλώσσας, όμοιας με την αττική διάλεκτο), με αποτέλεσμα να υπάρχει μια άδικη καταπίεση της γλώσσας του λαού, της δημοτικής και μια κατάχρηση και, πολλές φορές, διαστρέβλωση της αρχαιοελληνικής γλώσσας. Ας σημειωθεί ότι οι αττικιστές καταδίκαζαν λέξεις ή τύπους που βρίσκονται στην Καινή Διαθήκη, γεγονός το οποίο δεν αποθάρρυνε μεγάλους πατέρες της Εκκλησίας να κάνουν χρήση της αττικίζουσας διαλέκτου, με σκοπό να προσεγγίσουν τους λόγιους και μορφωμένους ελληνόφωνους. Έτσι, για περίπου 16 ολόκληρους αιώνες καθιερώνεται μια διγλωσσία, η οποία, ευτυχώς, δεν επηρέασε τόσο πολύ το νησί μας, το οποίο διατήρησε, με εξαίρεση την αδιάλλακτη μέχρι σήμερα Εκκλησία, τη γλώσσα του λαού, όπως αυτή μιλιόταν και εξελισσόταν, χωρίς να θέτει όρια γλωσσικά.
Αξιόλογος και αξιοπρόσεκτος ποιητής είναι ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917), που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο εθνικός μας ποιητής, ο οποίος χρησιμοποιεί την Κυπριακή διάλεκτο στα ποιήματά του, ταυτόχρονα γράφοντας στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα γνωστότερά του έργα είναι η «9η Ιουλίου», η «Χιώτισσα» και η «Ανεράδα». Άλλος ένας ποιητής της Κύπρου μας είναι ο Δημήτρης Λιπέρτης (1866-1937). Μέχρι το 1911 έγραφε ποιήματα στη δημοτική και την καθαρεύουσα, ενώ από το 1911 και μετά στρέφεται οριστικά προς την Κυπριακή διάλεκτο. Υπάρχουν βέβαια και άλλοι ποιητές και πεζογράφοι που χρησιμοποιούν την Κυπριακή διάλεκτο, όπως ο Γιάννης Σταυρινός-Οικονομίδης (1894-1997), ο Χριστόφορος Θ. Παλέσης (1871-1949), ο Χαράλαμπος Μ. Αζίνος (1905-1979) και ο Παύλος Λιασίδης (1901-1985). Από το 1930 και μετά ελάχιστοι ποιητές χρησιμοποιούν την Κυπριακή διάλεκτο στα έργα τους· ανάμεσά τους ο Κώστας Μόντης (1914-). Οι περισσότεροι ποιητές και όλοι οι πεζογράφοι χρησιμοποιούν τη δημοτική γλώσσα για τα ποιήματά τους.
www.typos.com.cy