Δ

δισκοθήκη (η) ουσ. (πληθ. δισκοθήκες) η ντισκοτέκ

δίχα
πρόθ. [< αρχαίο δίχα] δίχως, χωρίς


δόντι (το) ουσ. (πληθ. τα δόγκια) το δόντι, παρατίθεται εδώ λόγω της ιδιομορφίας στον πληθυντικό

δρώμα (το) ουσ. (πληθ. τα δρώματα) ο ιδρώτας