Ε

έρκουμαι ρ. (ήρτα) έρχομαι

έσιει ρ. (είσιεν) {έshει} έχει

εσσέξιξι! επιφώνημα εκφράζει αγανάκτηση

έσσω επίρρ. [< αρχαίο έσω] μέσα | ως ουσιαστικό "το έσσω μου" = το σπιτικό μου, δηλαδή εκεί που νιώθω οικειότητα, σε αντίθεση με "το σπίτι" που είναι απλά το κτήριο. Όμοιος διαχωρισμός με τις αγγλικές έννοιες "home" και "house"