ζάβαλλι (το) ουσ. ταλαιπωρία, δυστυχία | κυρίως χρησιμοποιείται με την έννοια του κρίματος "ζάβαλλι ο άνθρωπος" = ο καημένος, ο δυστυχισμένος, "ζάβαλλι μου" όταν αναφέρεται σ' αυτόν που το λέει
ζαβός -η, -ον επίθ. [< ζαβώνω (βλ.λ.)] στραβός
ζαβώνω ρ. (εζάβωσα) στραβώνω
ζάμπα (η) ουσ. γάμπα, μπούτι
ζίζιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι ζίζιροι) ο τζίτζικας
ζίλικουρτι (το) ουσ. [< υπάρχει μια πιθανολογούμενη ετυμολογία, που θέλει αυτή λέξη να είναι παραφθορά της φράσης "ζάλη ιλίγγου να σου έρθει" αλλά δεν ξέρω κατά πόσο γίνεται δεκτή] σκασμός, συνηθισμένη φράση "βγάλε ζίλικουρτι" = σκάσε
ζώλος (ο) ουσ. μπόχα, άσχημη μυρωδιά
ήντα ερωτημ. αντων. τι
ζαβός -η, -ον επίθ. [< ζαβώνω (βλ.λ.)] στραβός
ζαβώνω ρ. (εζάβωσα) στραβώνω
ζάμπα (η) ουσ. γάμπα, μπούτι
ζίζιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι ζίζιροι) ο τζίτζικας
ζίλικουρτι (το) ουσ. [< υπάρχει μια πιθανολογούμενη ετυμολογία, που θέλει αυτή λέξη να είναι παραφθορά της φράσης "ζάλη ιλίγγου να σου έρθει" αλλά δεν ξέρω κατά πόσο γίνεται δεκτή] σκασμός, συνηθισμένη φράση "βγάλε ζίλικουρτι" = σκάσε
ζώλος (ο) ουσ. μπόχα, άσχημη μυρωδιά
ήντα ερωτημ. αντων. τι