Λ

λαλώ ρ. (είπα) λέω

λαμπρατζιά (η) ουσ. {λαμπραdjιά) μεγάλη φωτιά που ανάβεται στον περίβολο κάθε εκκλησίας, το βράδυ της Ανάστασης

λαομός (o) ουσ. [< λαόνω (βλ.λ.)] ο τρόμος, το ξάφνιασμα

λαόνουμαι παθ. ρ. τρομάζω, φοβάμαι, ξαφνιάζομαι

λαόνω ενεργ. ρ. τρομάζω φοβερίζω, ξαφνιάζω

λαός (ο) ουσ. (πληθ. οι λαοί) ο λαγός

λάου λάου επίρρ. σιγά σιγά

λάσσω ρ. (έλαξα) γαυγίζω

λαφαζάνης (ο) ουσ. (πληθ. οι λαφαζάνηες) ο φαφλατάς, που μιλάει με υπερβολές

λαφαζανιά (η) ουσ. (πληθ. οι λαφαζανιές) η υπερβολή, εξωπραγματικό γεγονός που παρουσιάζει κάποιος ως πραγματικότητα για να εντυπωσιάσει

λιγκρίν (το) ουσ. παιχνίδι όπου οι παίκτες κτυπάνε μια μικρή βέργα με μια μεγαλύτερη, με σκοπό η πρώτη να διανύσει τη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση

λίξης (ο) ουσ. (πληθ. οι λίξηες) ο λιγούρης, συνήθως αναφέρεται σ' αυτούς που τους αρέσουν πολύ τα γλυκά

λογιάσματα (τα) ουσ. η διαδικασία λογοδοσίματος ενός ζευγαριού που πρόκειται να παντρευτεί

λογιασμένος -η -ον επίθ. ο λογοδοσμένος για γάμο

λυσσιάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι λυσσιάρηες) {λυshάρης} ο λιγούρης

λυσσιοπινώ ρ. (ελυσσιοπείνασα) {λυshοπεινώ} πεθαίνω της πείνας

λυσσιώ ρ. (ελύσσιασα) {λυshώ} [< λύσσα] θυμώνω | μτφ. πεινώ πάρα πολύ "λυσσιώ της πείνας" | μτφ. ως ενεργητικό ρήμα εκφράζει και πολύ μεγάλο ερωτικό πάθος "λυσσιώ σε" = έχω μεγάλο ερωτικό πόθο για σένα

λίω ρ. (έλισα) λιώνω

λόττα (η) ουσ. (πληθ. οι λόττες) το θηλυκό γουρούνι | μτφ. η πολύ χοντρή γυναίκα

λουβί (το) ουσ. (πληθ. τα λουφκιά) το μαυρομάτικο φασόλι

λουβούιν (το) ουσ. (πληθ. τα λουβούθκια) το θρύμμα

λουβώ ρ. (ελούβησα) θρυμματίζω

λούκκος (ο) ουσ. το λακάκι, τρύπα στο έδαφος