Τ

τάβλα (η) ουσ. (πληθ. οι τάβλες) τραπέζι ή κρεβάτι

ταπέλλα (η) ουσ. (πληθ. οι ταπέλλες) η πινακίδα

ττάππος (ο) ουσ. (πληθ. οι ττάπποι) ο φελλός του κρασιού | μτφ. ο κοντός άνθρωπος

τατάς (ο) ουσ. ο νονός

τζαί σύνδ. {djαι} και

τζιαμέ επίρρ. {djιαμέ} εκεί

τζυλώ ρ. (ετζύλησα) {djυλώ} κυλώ

τζείνη επίρρ. {djείνη} εκείνη

τζείνος επίρρ. {djείνος} εκείνος

τζισβές (ο) ουσ. (πληθ. οι τζισβέδες) {djισβές} το μπρίκι

τζίτρινος (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. ο κίτρινος

τζοιμούμαι ρ. (ετζοιμήθηκα, ετζοίμησα) {djοιμούμαι} κοιμάμαι

τζυλώ ρ. (ετζύλησα) {djυλώ} κυλώ

τηάνι (το) ουσ. (πληθ. τα τηάνια) το τηγάνι

τηανίζω ρ. (ετηάνισα, ετηανίστηκα) τηγανίζω

τιτσίν (το) ουσ. το κομμάτι

τίτσιρος -η -ον επίθ. ο γυμνός

τουρτουρώ ρ. τουρτουρίζω

τράουλλος (ο) ουσ. (πληθ. οι τραούλλοι) ο τράγος

τρι (το) ουσ. χειροποίητα ζυμαρικά που βράζονται με γάλα αντί για νερό

τσαέρα (η) ουσ. (πληθ. οι τσαέρες) [< αγγλικό chair] η καρέκλα

τσανιάζω ρ. (ετσάνιασα) γρατσουνώ

τσεντί (το) ουσ. (πληθ. τα τσεντιά) το πορτοφόλι

τσενγκένης (ο) ουσ. (πληθ. οι τσενγκένηες) ο γύφτος

τσιλλώ ρ. (ετσίλλησα, ετσιλλήθηκα) πιέζω

τσιφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι τσιφτέδες) νόμισμα, παλιά υποδιαίρεση της λίρας που έχει καταργηθεί | στην καθομιλουμένη μεταξύ παιδιών είναι το νόμισμα που χρειάζεται για να ξεκινήσει ένα παιχνίδι σε ηλεκτρονικό μηχάνημα, παλιότερα ίσο με 10 σεντ (βλ.λ.), αργότερα 20 σεντ και τώρα 50 σεντ

τσούρα (η) ουσ. (πληθ. οι τσούρες) η κατσίκα

τταλαττούρι (το) ουσ. το τζατζίκι

Τταλού (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυσταλλού, Τταλλού)

τταπουροκολού (η) ουσ. (πληθ. οι τταπουροκολούες) η μοτοσυκλέτα