Φ

φακκώ ρ. (εφάτσησα {εφάchησα}) χτυπώ

φάουσα (η) ουσ. ο σκασμός

φίνα (η) ουσ. (πληθ. οι φίνες) είδος φιδιού, πολύ μικρού σε μέγεθος, με ισχυρότατο θανατηφόρο δηλητήριο

φκάλλω ρ. (έφκαλα) βγάζω

φκιακάς (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιακάες) αυτός που έχει μεγάλα αυτιά

φκιολάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι φκιολάρηες) ο βιολιστής

φκιολί (το) ουσ. (πληθ. τα φκιολιά) το βιολί

φκιόρο (το) ουσ. (πληθ. τα φκιόρα) το λουλούδι, το φυτό | μφτ. για τον βλάκα, τον αγαθιάρη

φλόκκος (ο) ουσ. η σφουγγαρίστρα

φόκος (ο) ουσ. η φωτιά

φουκού (η) ουσ. (πληθ. οι φουκούες) μεταλλικό δοχείο όπου ανάβονται κάρβουνα, με σκοπό το ψήσιμο, φουφού

φουντάνα (η) ουσ. (πληθ. οι φουντάνες) η βρύση

φρουτσίν (το) ουσ. (πληθ. τα φρουτσιά {φρουchά}) [< υποκοριστικό του βούρτσα, βουρτσί] το πινέλο

φτείρα (η) ουσ. (πληθ. οι φτείρες) η ψείρα

φτιν (το) ουσ. (πληθ. τα φκιά) το αυτί

φωθκιά (η) ουσ. (πληθ. οι φωθκιές) η φωτιά