Β

Βάκης (ο) ανδρικό όνομα, υπάρχει ένας αρχαίος Κύπριος ποιητής με το όνομα Βάκης, αλλά πλέον χρησιμοποιείται ως χαϊδευτικό του Παρασκευάς

βάκλα (η) ουσ. (πληθ. βάκλες) η ουρά του προβάτου

βαρκούμαι ρ. (εβαρέθηκα) βαριέμαι

βαστώ ρ. κρατώ

βιλλομούτσουνος (ο) ουσ. [< βίλλος (βλ.λ.) + μουτσούνα] μτφ. ο πολύ άσχημος άνθρωπος, σύνθεση κατά το αγγλικό dickhead

βίλλος (ο) και βίλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι βίλλοι θηλ. οι βίλλες) το αρσενικό γεννητικό όργανο

βίτσα (η) ουσ. (πληθ. βίτσες) η βέργα | μτφ. ο πολύ αδύνατος άνθρωπος

βλαντζί (το) ουσ. (πληθ. βλαντζιά) {βλανdjί} το συκώτι

βολίτζι (το) ουσ. (πληθ. τα βολίτζια) {βολίdjια} το ξύλινο δοκάρι της στέγης

βολώ ρ. (εβόλησα) κόλλησα στις λάσπες

βόρτακος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτακοι) ο βάτραχος

βόρτος (ο) ουσ. (πληθ. βόρτοι) το αρσενικό βόδι | μτφ. ο χοντρός άνθρωπος | μτφ. ο άνθρωπος που δεν έχει τρόπους

βούκκα (η) ουσ. (πληθ. βούτσες {βούchες}) μάγουλο

βουκκαλλέτικον (το) ουσ. (πληθ. βουκκαλλέτικα) [< βούκκα, (βλ.λ.)] παιδί με παχουλά μάγουλα | μτφ. ο καλομαθημένος

βούκκος (ο) ουσ. η μπουκιά

βουναλλούι (το) ουσ. (πληθ. βουναλλούθκια) [< βουνό + υποκοριστικό -ούι] το λοφάκι

βουνάρι
(το) ουσ. (πληθ. τα βουνάρκα) [< υποκοριστικό του βουνό] το λοφάκι, όπως και βουναλλούι (βλ.λ.)

βουρβουλλάς (ο) ουσ. (πληθ. οι βουρβουλλάες) ο γυμνοσάλιαγκας

βούρνα (η) ουσ. (πληθ. βούρνες) ο νεροχύτης

βουρνί (το) ουσ. (πληθ. τα βουρνιά) ξύλινη ή πέτρινη ή μεταλλική κατασκευή, όπου τοποθετούνται ζωοτροφές, η ταΐστρα, από παραδοσιακό κυπριακό τραγούδι: "έππεσα ο σσυλλόστραβος μες το βουρνί του σοίρου" δηλαδή έπεσα ο θεόστραβος (βλ.λλ: στραβός, σσυλλόστραβος) μες την ταΐστρα του γουρουνιού (βλ.λ: σοίρος)

βούριστρα (τα) ουσ. [< βουρώ (βλ.λ.)] τα τρεχάματα

βούρος (το) ουσ. (πληθ. τα βούρη) [< βουρώ (βλ.λ.)] το τρέξιμο, π.χ. "έμπηξα το βούρος" ή "έμπηξα τα βούρη", δηλαδή άρχισα να τρέχω

βουρώ ρ. (εβούρησα) τρέχω

βρίξε ρ. (έβριξα) σώπα, σκάσε

βυζοκούππι (το) ουσ. (πληθ. βυζοκούπια) ο στηθόδεσμος