Της Μαριλένας Καρυολαίμου
Σε έναν κόσμο όπου η διεθνοποίηση και η οικολογία της επικοινωνίας τείνουν όλο και περισσότερο να μας πείσουν ότι, ως ευρωπαίοι αλλά και ως παγκόσμιοι πολίτες, δεν χρειαζόμαστε παρά μία γλώσσα για να επικοινωνούμε, πώς μπορούμε ακόμη να είμαστε ομιλητές διαλέκτων, εκείνων δηλαδή των ποικιλιών που ορίζονται ως ασθενέστερες των ασθενεστέρων; Η αναζήτηση μιας λογικής εξήγησης ξεπερνά βεβαίως το περιορισμένο πλαίσιο των λίγων, εδώ, γραμμών, παραμένει όμως ένα πραγματικό ερώτημα.
Ήδη στα τέλη του 19ου αιώνα, ορισμένοι ερευνητές προέβλεψαν τη σταδιακή, αλλά αναπόφευκτη εξαφάνιση της κυπριακής διαλέκτου που έμελλε να αντικαταστήσει η ενδεδειγμένη μορφή ελληνικής, η καθαρεύουσα, αρχικά, η δημοτική ή νεοελληνική κοινή, στη συνέχεια. Οι προβλέψεις αυτές δεν επιβεβαιώθηκαν: η κυπριακή διάλεκτος αποδείχθηκε μακροβιότερη από τις περισσότερες ελληνικές διαλέκτους που συρρικνώθηκαν και σταδιακά μετατράπηκαν σε ένα είδος τοπικά χρωματισμένης επαρχιακής ελληνικής. Όσο και αν φανεί παράδοξο, η δημοτική/νεοελληνική κοινή, που καταξιώθηκε ως επίσημη γλώσσα του ελληνικού κράτους μετά το 1974, επηρέασε καταλυτικά τη διαδικασία διαλεκτικής συρρίκνωσης -πολύ περισσότερο από όσο η καθαρεύουσα- λόγω του κοινού σώματος δομών που μοιραζόταν με τις υπόλοιπες ελληνικές διαλέκτους.
Αν βεβαίως, αναζητήσει κανείς την κυπριακή, όπως την άκουσε από το στόμα παππούδων και γιαγιάδων μιας άλλης εποχής, είναι πιθανόν να μην τη συναντήσει πουθενά. Η διάλεκτος, όπως και κάθε άλλη γλωσσική ποικιλία, έχει υποστεί τις δικές της μεταμορφώσεις μέσα από το χρόνο και στο στόμα των σύγχρονων ομιλητών. Πουθενά δεν θα συναντήσει κανείς τον ιδεατό διαλεκτόφωνο, έναν ομιλητή ή μια ομάδα ομιλητών που να αποτελούν την (εξαιρετική) εστία της (μοναδικής) κυπριακής.
Αυτός ο ομιλητής σίγουρα δεν είναι ο ομιλητής των κυπριακών σαπουνόπερων, όπου η ντοπιολαλιά συνδέεται συστηματικά με την πνευματική και ηθική εξαθλίωση χαρακτήρων που ανήκουν στις υπόγειες σφαίρες της κυπριακής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που οικοδομεί και ανακυκλώνει την υποτίμηση της διαλέκτου, συνδέοντάς την με πράγματα ποταπά και ασήμαντα, επιβεβαιώνοντας, έτσι, την άποψη που διατύπωσαν οι καταλανοί και οι οξιτανοί γλωσσολόγοι, αλλού και υπό άλλες περιστάσεις, ότι την υποτιμημένη γλώσσα καταφρονούν πρώτα-πρώτα οι ίδιοι οι ομιλητές της. Αντίθετα, ο πραγματικός διαλεκτόφωνος ομιλητής έχει την ικανότητα να διαχειρίζεται τα γλωσσικά μέσα που έχει στη διάθεσή του, επιλέγοντας την ποιότητα και την ποσότητα των διαλεκτικών τύπων που θα χρησιμοποιήσει, για να επικοινωνήσει αποτελεσματικά, να δηλώσει ποιος είναι και πώς ορίζεται, ακόμη, πώς ορίζει τους άλλους, χρησιμοποιώντας, με άλλα λόγια, μια κυπριακή διαφοροποιημένη, πολλαπλή, άνισα αγκιστρωμένη μέσα στο χώρο και το χρόνο, αλλά ακόμα ζωντανή.
Η Μαριλένα Καρυολαίμου είναι Αναπληρώτρια καθηγήτρια γλωσσολογίας
Τμήμα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Κύπρου
www.magazine.apopsi.com.cy
www.magazine.apopsi.com.cy