σάζω ρ. (έσασα, εσάστηκα) φτιάχνω
σάκκος (ο) ουσ. (πλυθ. οι σάκκοι) παλτό
σαντανωσιά (η) ουσ. (πληθ. οι σαντανωσιές) {σαντανωshά) η ανακατοσούρα
σαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι σαρκές) η σκούπα
σάτζη (η) ουσ. ρηχό μεταλλικό μαγειρικό σκέυος, στο οποίο συνήθως ψήνονται πίτες χωρίς λάδι
σβηστήρι (το) ουσ. (πληθ. τα σβηστήρκα) η γομολάστιχα
σεντ (το) ουσ. [< αγγλικό cent] νόμισμα, ένα εκατοστό της Κυπριακής λίρας, ίσο περίπου με 1.7 λεπτά του ευρώ
σεφταλιά (η) ουσ. (πληθ. οι σεφταλιές) {shεφταλιά} φαγητό με γέμιση που περιέχει κυρίως κιμά τυλιγμένο σε πάννα (βλ.λ.)
σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα
σιεηττάνης (ο) σιεηττάνισα (η) σιεηττάνικο (το) ουσ. (πληθ. οι σιεηττάνηες, οι σιεηττάνισσες, τα σιεηττάνικα) {shεηττάνης} [< αγγλικό satan] μτφ. ο πονηρός άνθρωπος, ο τυχοδιώκτης | μτφ. για παιδιά που δεν κάθονται φρόνιμα ποτέ, που κάνουν συνέχεια αταξίες
σιεροκουτάλα (η) ουσ. η περίεργη γυναίκα, η κουτσομπόλα, που χώνει τη μύτη της παντού
σιέζω ρ. (έσιεσα, εσιέστηκα) {shέζω} χέζω
σιέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιέρκα) {shέρι} το χέρι
σίερο (το) ουσ. (πληθ. τα σίερα) το μέταλλο σίδερο | η ηλεκτρική συσκευή με την οποία σιδερώνουμε
σιερώνω ρ. (εσιέρωσα) σιδερώνω
σιερώστρα (η) ουσ. (οι σιερώστρες) η σιδερώστρα
σιέσης (ο) ουσ. (πληθ. οι σιέσηες) {shέσης} [< χέστης] ο δειλός
σιόρ (ο) ουσ. ο κύριος
σιουσιούκκος (ο) ουσ. {shουshούκκος} παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, μακρόστενο στο σχήμα, αποτελείται από αμύγδαλα ή κάστανα περασμένα σε κλωστή, που τα βουτάνε σε λυωμένη μουσταλευριά, η οποία μετά πήζει και περικλείει τους ξηρούς καρπούς
σίστος (ο) ουσ. (πληθ. οι σίστοι) {shίστος} το γυναικείο γεννητικό όργανο
σκαρπάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι σκαρπάρηες) ο τσαγκάρης
σκατούλλικα (τα) ουσ. παιχνίδι που παίζεται με πέτρες σχήματος πλάκας, όπου ο κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την πέτρα του και να πλακώσει την πέτρα του αντιπάλου του
σκεμπέ (η) ουσ. η κοιλίά
σκεμπετζής (ο) ουσ. {σκεμπεdjής} ο κοιλαράς
σκλουβέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σκλουβέρκα) το λευκό κεντητό ύφασμα που στολίζει την οροφή
μεγάλου κρεβατιού
σκουλούτζι (το) ουσ. (πληθ. τα σκουλούτζια) {σκουλούdjι} το σκουλήκι
σμιλί (το) ουσ. μικρή μεταλλική βελόνα που χρησιμοποιείται για ψιλά κεντήματα
σοίρος (ο) ουσ. (πληθ. οι σοίροι) {shοίρος} [< χοίρος] το γουρούνι
σούζω ρ. (έσουσα) κουνώ
σούσα (η) ουσ. (πληθ. οι σούσες) η κούνια | μτφ. οι σούσες είναι η παιδική χαρά, π.χ. "πάμε στις σούσες" δηλαδή πάμε στην παιδική χαρά
σπαρκώνω ρ. (εσπάρκωσα) για ζώα: η κατάσταση ενός ζώου όταν είναι περίοδος ζευγαρώματος και δεν έχει ταίρι | για ανθρώπους: νιώθω έντονη την ανάγκη να κάνω σεξ (περιπαικτικά)
σσιάζουμαι ρ. (εσσιάστηκα) {shιάζουμαι} βλέπω
σσίζω ρ. (έσσισα, εσσίστηκα) {shίζω} σκίζω
σούζμα (το) ουσ. το κούνημα
σσεπέττος (ο) ουσ. (πληθ. οι σσεπέττοι) {shεπέττος} το κυνηγετικό όπλο
σσυλλόπελλος (ο) -η (η) -ον (το) ουσ. [< σσύλλος (βλ.λ. + πελλός (βλ.λ.)] ο θεότρελος
σσύλλος (ο) σσύλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι σσύλλοι θηλ. οι σσύλλες) {shύλλος} σκύλος, σκύλα
Στάλω (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυστάλλω, Στάλω)
στετέ (η) ουσ. η γιαγιά
στράτα (η) ουσ. (πληθ. οι στράτες) ο δρόμος
συλάρι (το) ουσ. (πληθ. τα συλάρκα) {shυλάρι} [< χυλός] ο χυλός
συνάω ρ. (εσύναξα, εσυνάχτηκα) [< αρχαίο συνάγω] μαζεύω
συνότζιαιρος -η -ον επίθ. ο σύγκαιρος, ο συνομήλικος
συντυχάνω ρ. (εσύντυχα) [< συν + τυγχάνω] συνομιλώ, συζητώ
σύξηλος -η -ον επίθ. ο άναυδος
σύρνω ρ. (έσυρα) ρίχνω, πετώ
σωρόφκω ρ. (εσώροψα) μαζεύω, συγκεντρώνω
σάκκος (ο) ουσ. (πλυθ. οι σάκκοι) παλτό
σαντανωσιά (η) ουσ. (πληθ. οι σαντανωσιές) {σαντανωshά) η ανακατοσούρα
σαρκά (η) ουσ. (πληθ. οι σαρκές) η σκούπα
σάτζη (η) ουσ. ρηχό μεταλλικό μαγειρικό σκέυος, στο οποίο συνήθως ψήνονται πίτες χωρίς λάδι
σβηστήρι (το) ουσ. (πληθ. τα σβηστήρκα) η γομολάστιχα
σεντ (το) ουσ. [< αγγλικό cent] νόμισμα, ένα εκατοστό της Κυπριακής λίρας, ίσο περίπου με 1.7 λεπτά του ευρώ
σεφταλιά (η) ουσ. (πληθ. οι σεφταλιές) {shεφταλιά} φαγητό με γέμιση που περιέχει κυρίως κιμά τυλιγμένο σε πάννα (βλ.λ.)
σιακατούρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιακατούρκα) {shακατούρι} [< ίσα + κάτω] η κατηφόρα
σιεηττάνης (ο) σιεηττάνισα (η) σιεηττάνικο (το) ουσ. (πληθ. οι σιεηττάνηες, οι σιεηττάνισσες, τα σιεηττάνικα) {shεηττάνης} [< αγγλικό satan] μτφ. ο πονηρός άνθρωπος, ο τυχοδιώκτης | μτφ. για παιδιά που δεν κάθονται φρόνιμα ποτέ, που κάνουν συνέχεια αταξίες
σιεροκουτάλα (η) ουσ. η περίεργη γυναίκα, η κουτσομπόλα, που χώνει τη μύτη της παντού
σιέζω ρ. (έσιεσα, εσιέστηκα) {shέζω} χέζω
σιέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σιέρκα) {shέρι} το χέρι
σίερο (το) ουσ. (πληθ. τα σίερα) το μέταλλο σίδερο | η ηλεκτρική συσκευή με την οποία σιδερώνουμε
σιερώνω ρ. (εσιέρωσα) σιδερώνω
σιερώστρα (η) ουσ. (οι σιερώστρες) η σιδερώστρα
σιέσης (ο) ουσ. (πληθ. οι σιέσηες) {shέσης} [< χέστης] ο δειλός
σιόρ (ο) ουσ. ο κύριος
σιουσιούκκος (ο) ουσ. {shουshούκκος} παραδοσιακό κυπριακό γλυκό, μακρόστενο στο σχήμα, αποτελείται από αμύγδαλα ή κάστανα περασμένα σε κλωστή, που τα βουτάνε σε λυωμένη μουσταλευριά, η οποία μετά πήζει και περικλείει τους ξηρούς καρπούς
σίστος (ο) ουσ. (πληθ. οι σίστοι) {shίστος} το γυναικείο γεννητικό όργανο
σκαρπάρης (ο) ουσ. (πληθ. οι σκαρπάρηες) ο τσαγκάρης
σκατούλλικα (τα) ουσ. παιχνίδι που παίζεται με πέτρες σχήματος πλάκας, όπου ο κάθε παίκτης προσπαθεί να ρίξει την πέτρα του και να πλακώσει την πέτρα του αντιπάλου του
σκεμπέ (η) ουσ. η κοιλίά
σκεμπετζής (ο) ουσ. {σκεμπεdjής} ο κοιλαράς
σκλουβέρι (το) ουσ. (πληθ. τα σκλουβέρκα) το λευκό κεντητό ύφασμα που στολίζει την οροφή
μεγάλου κρεβατιού
σκουλούτζι (το) ουσ. (πληθ. τα σκουλούτζια) {σκουλούdjι} το σκουλήκι
σμιλί (το) ουσ. μικρή μεταλλική βελόνα που χρησιμοποιείται για ψιλά κεντήματα
σοίρος (ο) ουσ. (πληθ. οι σοίροι) {shοίρος} [< χοίρος] το γουρούνι
σούζω ρ. (έσουσα) κουνώ
σούσα (η) ουσ. (πληθ. οι σούσες) η κούνια | μτφ. οι σούσες είναι η παιδική χαρά, π.χ. "πάμε στις σούσες" δηλαδή πάμε στην παιδική χαρά
σπαρκώνω ρ. (εσπάρκωσα) για ζώα: η κατάσταση ενός ζώου όταν είναι περίοδος ζευγαρώματος και δεν έχει ταίρι | για ανθρώπους: νιώθω έντονη την ανάγκη να κάνω σεξ (περιπαικτικά)
σσιάζουμαι ρ. (εσσιάστηκα) {shιάζουμαι} βλέπω
σσίζω ρ. (έσσισα, εσσίστηκα) {shίζω} σκίζω
σούζμα (το) ουσ. το κούνημα
σσεπέττος (ο) ουσ. (πληθ. οι σσεπέττοι) {shεπέττος} το κυνηγετικό όπλο
σσυλλόπελλος (ο) -η (η) -ον (το) ουσ. [< σσύλλος (βλ.λ. + πελλός (βλ.λ.)] ο θεότρελος
σσύλλος (ο) σσύλλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι σσύλλοι θηλ. οι σσύλλες) {shύλλος} σκύλος, σκύλα
Στάλω (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Χρυσή (Χρυσή, Χρυστάλλα, Χρυστάλλω, Στάλω)
στετέ (η) ουσ. η γιαγιά
στράτα (η) ουσ. (πληθ. οι στράτες) ο δρόμος
συλάρι (το) ουσ. (πληθ. τα συλάρκα) {shυλάρι} [< χυλός] ο χυλός
συνάω ρ. (εσύναξα, εσυνάχτηκα) [< αρχαίο συνάγω] μαζεύω
συνότζιαιρος -η -ον επίθ. ο σύγκαιρος, ο συνομήλικος
συντυχάνω ρ. (εσύντυχα) [< συν + τυγχάνω] συνομιλώ, συζητώ
σύξηλος -η -ον επίθ. ο άναυδος
σύρνω ρ. (έσυρα) ρίχνω, πετώ
σωρόφκω ρ. (εσώροψα) μαζεύω, συγκεντρώνω