Το Γλωσσάρι Της Κυπριακής Διαλέκτου
Σελίδες
Αρχική σελίδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ-Η
Θ
Κ
Λ
Μ
N
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Φ
Χ-Ψ
H Kύπρος
Ξ
ξηφτερίζω
ρ. (εξηφτέρισα) ξεπουπουλιάζω
ξεροτήανο
(το) ουσ. (πληθ. τα ξεροτήανα) ο λουκουμάς
ξιμαρισμένος
-η -ον επίθ. λερωμένος, ακάθαρτος | μτφ. ο άνθρωπος που βρίζει πολύ | ο άνθρωπος που σκέφτεται πρόστυχα
Αρχική σελίδα