Ξ

ξηφτερίζω ρ. (εξηφτέρισα) ξεπουπουλιάζω

ξεροτήανο (το) ουσ. (πληθ. τα ξεροτήανα) ο λουκουμάς

ξιμαρισμένος -η -ον επίθ. λερωμένος, ακάθαρτος | μτφ. ο άνθρωπος που βρίζει πολύ | ο άνθρωπος που σκέφτεται πρόστυχα