N

νεύκω ρ. (ένεψα) [< αρχαίο νεύω] γνέφω, κάνω νόημα

νησιάνι (το) ουσ. (πληθ. νησιάνια) {νηshάνι} στρατιωτικό διακριτικό

νίφκουμαι ρ. (ένιψα, ενίφτηκα) νίβομαι, πλένω το πρόσωπό μου

ντζίζω ρ. (έτζιξα) {έdjιξα} αγγίζω