Κ

καϊλώ ρ. (εκαΐλησα) δέχομαι

κάκκαφα ουσ. ανώμαλα εδάφη

Κάκα (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Γεωργία

Κάκος (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Κυριάκος

καλό επίρρ. αμέ π.χ. "-θα μου κάνεις μια χάρη; -καλό!"

καλοήρα (η) ουσ. (πληθ. καλοήρες) το πανέρι

καμμώ ρ. (εκάμμησα) κλείνω τα μάτια μου π.χ. στο παιχνίδι κρυφτό λέμε: "ποιός θα καμμήσει" δηλαδή "ποιός θα τα φυλάει" | μτφ. νυστάζω

καραόλος (ο) ουσ. (πληθ. οι καραόλοι) το σαλιγκάρι

καρκασαλλίκκι (το) ουσ. {καρκαshαλλίκκι} η φασαρία, ο σαματάς

καρκιά (η) ουσ. (πληθ. οι καρκιές) η καρδιά

καρκόλα (η) ουσ. (πληθ. καρκόλες) [< ιταλικό carriola] κρεβάτι

καρτζί επίρρ. απέναντι

κάττος (ο) και κάττα (η) ουσ. [< αγγλικό cat] ο γάτος και η γάτα

κατρατζύλι (το) ουσ. {κατραdjύλι} η τσουλήθρα

κατσιαρίζω ρ. (εκατσιάρισα) {κατchαρίζω} κάνω θόρυβο

κατσιαρισμός (ο) ουσ. {κατchαρισμός} θόρυβος

καύκω ρ. (έκαψα) καίω

κάφκα (η) ουσ. (πληθ. κάφτσες {κάφchες}) η ερωμένη ενός παντρεμένου άντρα

Κίκα (η) γυναικείο όνομα, χαϊδευτικό του Κυριακή

Κίκης (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Κυριάκος

κιοφτές (ο) ουσ. (πληθ. οι κιοφτέδες) [τουρκικό kofte] ο κεφτές

κκελλέ (η) ουσ. (πληθ. κκελλάες) το κεφάλι, φράση "κκελλέ κουλούμπρα" δηλαδή αγύριστο κεφάλι

κκελλετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι κκελλετζήες) {κκελλεdjής} αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι | μτφ. ο
ξεροκέφαλος, ο ισχυρογνώμονας

κκέλης (ο) -ισσα (η) -ικον (το) επίθ. ο φαλακρός

κλάτσα (η) ουσ. (πληθ. οι κλάτσες) η κάλτσα

Κόκος (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Γιώργος

κόλλα (η) ουσ. (πληθ. κόλλες) το φύλλο χαρτιού

κομμόροτσος (ο) ουσ. (πληθ. κομμόροτσοι) ακατέργαστη μεγάλη πέτρα

κόρη (η) ουσ. (πληθ. κόρες) [< αρχαίο κόρη] αναφορά προς κορίτσι

κοτζιάκαρη (η) ουσ. (πληθ. κοτζιάκαρες) {κοτdjάκαρη} γριά

κοτολέττα (η) ουσ. (πληθ. κοτολέττες) [< γαλλικό cotolette] η μπριζόλα

κότσινος (ο) -η (η) -ον (το) επίθ. {κόchινος} ο κόκκινος

κότσιρος (ο) ουσ. (πληθ. οι κότσιροι) η κουράδα

κουκκουφκιάος (ο) ουσ. η κουκουβάγια

κούλλουφος (ο) ουσ. (πληθ. κούλλουφοι) ο ατημέλητος

κουπέπι (το) ουσ. (πληθ. τα κουπέπια) ντολμάδες τυλιγμένοι με φύλλα αμπελιού και γέμιση που περιέχει κυρίως κιμά και ρύζι

κουφή (η) ουσ. (πληθ. κουφάες) το φίδι

κραμπί (το) ουσ. (πληθ. τα κραμπιά) [< αρχαίο κράμβη] το λάχανο

κρούζω ρ. (έκρουσα) καίω

κρώννουμαι ρ. [< αρχαίο ακροώμαι] ακούω | μτφ. δέχομαι μια συμβουλή π.χ. "κρώννουμαι του πατέρα μου"

κωλοσύρνω ρ. (εκωλόσυρα) τραβώ