χάι χούι (το) ουσ. ο χαβαλές
χαμαί επίρρ. [< αρχαίο χαμαί] χάμω
Χαμπής (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Χαράλαμπος
χαρτούτσα (η) ουσ. (πληθ. οι χαρτούτσες) {χαρτούchα} το φυσίγγιο του κυνηγετικού όπλου
χαρτωμένος (ο) χαρτωμένη (η) χαρτωμένο (το) ουσ. (πληθ. οι χαρτωμένοι, οι χαρτωμένες, τα
χαρτωμένα) ο αρραβωνιασμένος
χογλώ ρ. (εχόγλασα) βράζω
χτηνό (το) ουσ. (πληθ. τα χτηνά) το ζώο, το κτήνος | μτφ. κάποιος πολύ γυμνασμένος
χτίν (το) ουσ. το γουδί
χτιτσιό (το) ουσ. {χτιchιό} [< χτικιό] η βρωμιά, η ακαθαρσία
χτιτσιολοώ ρ. (εχτιτσιολόησα) {εχτιchιολόησα} βρωμάω άσχημα
χτοσιέριν (το) ουσ. {χτοshέριν} το γουδοχέρι
ψατζή (η) ουσ. το δηλητήριο | μτφ. το πολύ κρύο
ψάρι (το) ουσ. (πληθ. τα ψάρκα) το ψάρι (παρατίθεται για την ιδιαιτερότητα του πληθυντικού)
χαμαί επίρρ. [< αρχαίο χαμαί] χάμω
Χαμπής (ο) ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Χαράλαμπος
χαρτούτσα (η) ουσ. (πληθ. οι χαρτούτσες) {χαρτούchα} το φυσίγγιο του κυνηγετικού όπλου
χαρτωμένος (ο) χαρτωμένη (η) χαρτωμένο (το) ουσ. (πληθ. οι χαρτωμένοι, οι χαρτωμένες, τα
χαρτωμένα) ο αρραβωνιασμένος
χογλώ ρ. (εχόγλασα) βράζω
χτηνό (το) ουσ. (πληθ. τα χτηνά) το ζώο, το κτήνος | μτφ. κάποιος πολύ γυμνασμένος
χτίν (το) ουσ. το γουδί
χτιτσιό (το) ουσ. {χτιchιό} [< χτικιό] η βρωμιά, η ακαθαρσία
χτιτσιολοώ ρ. (εχτιτσιολόησα) {εχτιchιολόησα} βρωμάω άσχημα
χτοσιέριν (το) ουσ. {χτοshέριν} το γουδοχέρι
ψατζή (η) ουσ. το δηλητήριο | μτφ. το πολύ κρύο
ψάρι (το) ουσ. (πληθ. τα ψάρκα) το ψάρι (παρατίθεται για την ιδιαιτερότητα του πληθυντικού)