Γ

γαίμα (το) ουσ. (πληθ. τα γαίματα) το αίμα

γαμίστρα (η) ουσ. (πληθ. γαμίστρες) το κρεβάτι

γάρος (ο) ουσ. (πληθ. γάροι) γάιδαρος

γιανίσκω ρ. (έγιανα) [< υγιαίνω] αναρρώνω

γιουτώ ρ. (εγιούτησα) συγκατανεύω, συναινώ | ως παθητικό: με βολεύει "γιουτά μου να πάω το πρωί" = με βολεύει να πάω το πρωί

γρόσι (το) ουσ. (πληθ. τα γρόσια {γρόshα}) μικρό νόμισμα, υποδιαίρεση του σεντ (βλ.λ.) που έχει καταργηθεί λόδω της μικρής του αξίας