Α

ακκάννω ρ. (άκκαννα) δαγκώνω

άλλωσπως επίρρ. με άλλο τρόπο, αλλιώς

αλόπως σύνδ. μήπως, πιθανώς

αμινιάζω ρ. υπολογίζω

αμπλέπω ρ. (άμπλεψα) [< βλέπω] βλέπω

αμπούστα (η) ουσ. (πληθ. αμπούστες) κουτί

ανάνοικτος -η -ον επίθ. [< α στερητ. + ανοίγω] αυτός που δεν έχει ανοικτεί ποτέ, συνήθως για συσκευασίες

ανάρκα επίρρ. αραιά

αναρκοβυζού (η) ουσ. (πληθ. αναρκοβυζούες) [< ανάρκα (βλ.λ.) + βυζιά] αυτή που τα στήθη της
έχουν μεταξύ τους μεγαλύτερη απόσταση από το συνηθισμένο

αναρκοδόντης (ο) αναρκοδοντού (η) αναρκοδόντικο (το) ουσ. (πληθ. αρσ. αναρκοδόντηες θηλ.
αναρκοδόντισσες ουδ. αναρκοδόντικα) [< ανάρκα (βλ.λ.) + δόντια] αυτός που έχει αραιά δόντια

αντζελοσσιάζουμαι ρ. (αντζελόσσιασα, αντζελοσσιάστηκα) {ανdjελοshιάζουμε} [< άγγελος + σσιάζουμαι (βλ.λ.)] τρομάζω

αντζελόσσιαση (η) ουσ. {ανdjελόshαση} [< αντζιελοσσιάζουμε] η τρομάρα π.χ. "ήρθε μου αντζελόσσιαση", δηλαδή πήρα μια τρομάρα

αντινάσσω ρ. (αντίναξα, αντινάχτηκα) [< ανά + τινάσσω] τινάζω

αντιναχτές (οι) ουσ. [< αντινάσσω (βλ.λ.)] τρόπος μαγειρέματος για πατάτες, τηγανιτές σε κατσαρόλα με πολύ λάδι, που τις κουνάνε δυνατά κατά το μαγείρεμα, "τις αντινάσσουν"

αξινόστραφος, -η, -ο επίθ. ανάποδος, αντίστροφος

απόπατος (ο) ουσ. (πληθ. οι απόπατοι) αποχωρητήριο

άππαρος (ο) και αππάρα (η) ουσ. (πληθ. άππαροι, αππάρες) αρσενικό, θηλυκό άλογο

αππηθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππηθκιές) άτυπη μονάδα μέτρησης μήκους, που αντιστοιχεί στην απόσταση την οποία μπορεί να διανύσει ένας άνθρωπος πηδώντας μπροστά, από στατική θέση | αππηθκιές, παιχνίδι που παίζεται σε γιορτές, νικητής όποιος ορίσει τη μεγαλύτερη αππηθκιά | μτφ. η μικρή απόσταση "το επόμενο χωριό είναι μια αππηθκιά απόσταση"

αππίδι (το) ουσ. (πληθ. τα αππίθκια) τα αχλάδια

αππιθκιά (η) ουσ. (πληθ. αππιθκιές) [< απίδι, απιδιά] η αχλαδιά

αρκάτζιν (το) ουσ. (πληθ. τα αρκάτζια) {αρκάdjιν} το ρυάκι

αρκημός (ο) ουσ. [< αρχίζω] η αρχή, το ξεκίνημα

άρκοψες (το) ουσ. αύριο το βράδυ

αρμαρόλα (η) ουσ. (πληθ. αρμαρόλες) ντουλάπα

αρφάλι (το) ουσ. ο αφαλός | μτφ. "έπεσε τ' αρφάλι μου" = πεινάω πάρα πολύ

αρφός (ο) και αρφή (η) ουσ. (πληθ. αρσ. αρφούες θηλ. αρφάες) αδερφός, αδερφή

ασσελιά (η) ουσ. (πληθ. ασσελιές) {αshελιά} [< σκέλος] μονάδα μέτρησης μήκους ίση με έναν διασκελισμό | μτφ. η μικρή απόσταση, όπως και αππηθκιά (βλ.λ.)

ατζία (η) ουσ. (πληθ. ατζίες) {αdjία} η άκρη του ψωμίου, η κόρα

αυλάτζιν (το) ουσ. (πληθ. τα αυλάτζια) {αυλάdjιν} το αυλάκι

αφτέννω ρ. (άψα) ανάβω

αψιουρίζουμαι ρ. (αψιουρίστηκα) {απshουρίστικα} [< ηχητικό, από τον ήχο του φταρνίσματος] φταρνίζομαι