Μ

μαείρισσα (η) ουσ. (πληθ. οι μαείρισσες) η κατσαρόλα

μαϊμούνα (η) ουσ. (πληθ. οι μαϊμούνες) η μαϊμού

μαϊττάππι (το) ουσ. το κοροΐδεμα, το δούλεμα π.χ. "μας έπιασε στο μαϊττάππι" δηλαδή μας δουλεύει

μαλαχτός -η -ο επίθ. ο μαλακός | μτφ. ο ευάλωτος άνθρωπος

μαννός (ο) ουσ. (πληθ. οι μαννοί) ο ηλίθιος

μαξιλαρόντυμα (το) ουσ. (πληθ. τα μαξιλαροντύματα) η μαξιλαροθήκη

μάππα (η) ουσ. (πληθ. μάππες) η μπάλα

μάππουρος (ο) ουσ. (πληθ. οι μάππουροι) το κουκουνάρι

μαστραππάς (ο) ουσ. (πληθ. οι μαστραππάες) μεταλλικό δοχείο, συνήθως από κονσέρβα | μτφ. ο ανόητος άνθρωπος, με την έννοια ότι ο μαστραππάς είναι κενός από μέσα όπως και ο ανόητος

μεζετζής (ο) ουσ. (πληθ. οι μεζετζήες) {μεζεdjής} αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες

μεσοβυζιά (η) ουσ. ο χώρος ανάμεσα στα στήθη μιας γυναίκας

μηάλος -η -ον επίθ. μεγάλος

μηαλιώνας (ο) ουσ. (πληθ. οι μηαλιώνες) ο αντίχειρας

μίλλα (η) ουσ. (πληθ. οι μίλλες) το λίπος

μιτσής (ο) και μιτσιά (η) και μιτσί (το) ουσ. (πληθ. αρσ. οι μιτσιοί {μιchοί} θηλ. οι μιτσιές {μιchές} τα μιτσιά {μιchιά}) ο μικρός, η μικρή, το μικρό

μμάτι (το) και αμμάτι (το) ουσ. (πληθ. μμάθκια (τα) και αμμάθκια (τα) το μάτι, στη μορφή αμμάτι όταν προηγείται λέξη που τελειώνει σε σύμφωνο

μονή (η) ουσ. (πληθ. οι μονές) το κρεβάτι

μοτόρα (η) ουσ. (πληθ. οι μοτόρες) η μοτοσυκλέτα

μουβλούκα (η) ουσ. (πληθ. οι μουβλούκες) το μαξιλάρι

μούλος (ο) και μούλα (η) ουσ. (πληθ. αρσ. οι μούλοι θηλ. οι μούλες) το αρσενικό και το θηλυκό μουλάρι

μουτταρκά (η) ουσ. (πληθ. οι μουτταρκές) τα απόκρυμνα έδαφη

μουττάς (ο) ουσ. (πληθ. οι μουττάες) [< μούττη (βλ.λ.)] αυτός που έχει μεγάλη μύτη

μούττη (η) ουσ. (πληθ. οι μούττες) η μύτη

μούχτιν επίρρ. δωρεάν

μουχτιτζής (ο) ουσ. (πληθ. οι μουχτιτζήες) {μουχτιdjής} αυτός που επιδιώκει να παίρνει πράγματα δωρεάν, που μηχανεύεται τρόπους για να μην πληρώνει

μωρεύκουμαι ρ. (εμωρεύτηκα) παλιμπαιδίζω