Θ

θαρκούμαι ρ. νομίζω, έχω την εντύπωση

θερκό (το) ουσ. (πληθ. τα θερκά) το θηρίο | είδος φιδιού πολύ διαδεδομένου στην Κυπριακή ύπαιθρο, μεγάλου σε μέγεθος, με μαύρο χρώμα, μη δηλητηριώδες

θκιάλος (ο) ουσ. (οι θκιαόλοι) ο διάβολος

θωρκά (η) ουσ. [< θωρώ (βλ.λ.)] η όψη

θωρώ ρ. (είδα) βλέπω